- λαθραῖον
- λαθραῖοςmasc/fem acc sgλαθραῖοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκιάζω — (AM ἐπισκιάζω) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι αρχ. μσν. (για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου… … Dictionary of Greek
λαθραίος — α, ο (Α λαθραῑος, ον, θηλ. και α) αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῑον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο… … Dictionary of Greek